Dicts.info 

English to Greek dictionary / Αγγλικό - ελληνικό λεξικό

    Look up:      


tool


tool εργαλείο (n) (ergaleío); όργανο (n) (órgano)
tool εργαλείο (n) (ergaleío); εξοπλισμός (exoplismós)


Privacy policy   Disclaimer   Terms of use  
Copyright © 2003-2024 Dicts.info.