time
time χρόνος (m) (chrónos); καιρός (m) (kerós) what time is it τι ώρα είναι (ti óra eínai?) time ώρα (f) (óra) once upon a time μια φορά κι έναν καιρό time χρόνος (m); ώρα (f) time φορά (f) free time ελεύθερος χρόνος (eleútheros chrónos) time is money ο χρόνος είναι χρήμα (o chronos einai chrima)
|
|
|