school
school σχολείο (n) (scholeío) school πανεπιστήμιο (n) (panepistímio) school σχολή (f) (scholí) high school γυμνάσιο (n) (gymnásio) school κοπάδι (n) (kopádi) primary school δημοτικό σχολείο (n) (dimotikó scholeío) school εκπαιδεύω (ekpaidévo); διαπαιδαγωγώ (diapaidagogó); διδάσκω (didásko)
|
|
|