I love you σ' αγαπώ (s' agapó); σ' αγαπάω (s' agapáo); σε αγαπώ (se agapó) love αγάπη (f) (agápi) love αγαπώ (ağapó) love αγάπη (f) (agápi); έρωτας (m) (érotas) I love you σ' αγαπώ (s' agapó); σε αγαπώ (se agapó) love κάνω έρωτα (cáno érota) '[to make love]' love λατρεύω (latrévo); ποθώ (pothó); θέλω (thélo) make love κάνω έρωτα (káno érota) love triangle ερωτικό τρίγωνο (n) (erotikó trígono) lover εραστής (m); ερωμένη (f) lover εραστής (m) (erastís); ερωμένη (f) (eroméni); αγαπητικός (m) (agapitikós); αγαπητικιά (agapitikiá)
| κάνω έρωτα (cáno érota) '[to make love]' love
|