cat
cat γάτα (f) (gáta); γάτος (m) (gátos) cat (n) (ailouroeidés)αίλουρος (m) (aílouros) cat food γατοτροφή (f) (gatotrofí) catalyst καταλύτης (m) (katalítis) catapult καταπέλτης (m) (katapéltis) category κατηγορία (f) (katēgoría) caterpillar κάμπια (f) (kámpia) catfish γατόψαρο (n) (gatópsaro) cation κατιώντος (m) (katiōntos) rain cats and dogs βρέχει καρεκλοπόδαρα; ρίχνει καρεκλοπόδαρα; βρέχει με το τουλούμι cattle βοοειδή (n); γελάδια (n)
|
|
|