Dicts.info 

English to Greek dictionary / Αγγλικό - ελληνικό λεξικό

    Look up:      


body


body σώμα (n)
body πτώμα (n); κορμός (m) (kormós)
body κορμός (m) (kormós)
bodybuilding σωματοδόμηση (f) (somatoðómisi)
bodyguard σωματοφύλακας (m) (somatofýlakas)


Privacy policy   Disclaimer   Terms of use  
Copyright © 2003-2024 Dicts.info.